- κατοικήσια
- κατοικήσια, τὰ (Α)βλ. κατοικέσια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατοικησία — κατοικησία, ἡ (Α) βλ. κατοικεσία … Dictionary of Greek
κατοικέσια — και κατοικήσια, τὰ (Α) (ενν. ιερά) ετήσια γιορτή για την επέτειο ίδρυσης αποικίας σ έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικέσια (< οἰκέσια πληθ. τού οἰκέσιον < θ. οικέτ τού οἰκέτ ης με συριστικοποίηση τού τ + κατάλ. ιον), πρβλ. μετ οικέσιον … Dictionary of Greek
κατοικεσία — και κατοικησία, ἡ (Α) κατοίκηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικεσία (< θ. οἰκέτ τού οἰκέτ ης με συριστικοποίηση τού τ + κατάλ. ία), πρβλ. απ οικεσία, παρ οικεσία] … Dictionary of Greek